ταχυγλωσσία

ταχυγλωσσία
η, Ν [ταχύγλωσσος]
1. το να μιλά κανείς γρήγορα
2. ιατρ. ταχυφημία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταχυγλωσσία — η 1. ταχύτητα ή ευχέρεια ομιλίας. 2. διαταραχή της ομιλίας, όπου λόγω ταχύτητας της γλώσσας οι λέξεις προφέρονται κομμένες και καταντούν ακατάληπτες: Απ την ταχυγλωσσία του δεν τον καταλαβαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταχυγλωττία — ἡ, Μ ταχυγλωσσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωττία (< γλωττος < γλῶττα / γλῶσσα), πρβλ. θρασυ γλωττία] …   Dictionary of Greek

  • ταχύγλωσσος — η, ο / ταχύγλωσσος, ον, ΝΑ αυτός που μιλά γρήγορα νεοελλ. 1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών τής Αυστραλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύ… …   Dictionary of Greek

  • ταχύγλωσσος — η, ο 1. αυτός που μιλάει γρήγορα ή με ευχέρεια. 2. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”